Χῆραι

Χῆραι
Χῆρα
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χῆραι — χήρα widow fem nom/voc pl χήρα widow fem nom/voc pl χῆρος widow fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χήραι — Χήρᾱͅ , Χῆρα fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήραι — χήρᾱͅ , χήρα widow fem dat sg (attic doric aeolic) χήρᾱͅ , χήρα widow fem dat sg (attic doric aeolic) χήρᾱͅ , χῆρος widow fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χῆρ' — χῆρα , χήρα widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆρε , χήρα widow masc voc sg χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆραι , χήρα widow fem nom/voc pl χῆρα , χῆρος widow neut nom/voc/acc pl χῆρε , χῆρος widow masc voc sg χῆραι ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ВДОВИЦЫ ЦЕРКОВНЫЕ — [греч. αἱ χῆραι τῆς ἐκκλησίας], особый вид церковного служения, исполняемого вдовами; восходит к апостольскому веку, существовал в течение неск. столетий: в доникейский период и в эпоху Вселенских Соборов. Последнее упоминание о В. ц. в канонах… …   Православная энциклопедия

  • Вдовицы церковные — (греч. αἱ χῆραι τῆς ἐκκλησίας)  особый род церковнослужителей из вдов, существовавший в древней христианской церкви наряду с другим родом женского служения  диакониссами. Происхождение данного рода церковнослужителей связывают со… …   Википедия

  • καταστρηνιώ — καταστρηνιῶ, άω (Α) φέρομαι υβριστικά, ακόλαστα σε κάποιον («ὅταν γὰρ [αἱ χῆραι] καταστρηνιάσωσι τοῡ Χριστοῡ», ΚΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στρηνιῶ «ασωτεύω, ακολασταίνω»] …   Dictionary of Greek

  • παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος …   Dictionary of Greek

  • τε — ΝΜΑ (ως συμπλεκτ. σύνδ.) χρησιμοποιείται αντί τού και, στη νεοελλ. ως λόγιος τ. ιδίως σε προτάσεις που περιέχουν δύο και, αντί τού πρώτου (α. «είναι άριστος γνώστης τής τε αρχαίας και τής νεοελληνικής γλώσσας» β. «χρὴ...λαχάνων ἅπτεσθαι, κοιλίαν… …   Dictionary of Greek

  • Χῆρ' — Χῆρα , Χῆρα fem nom/voc sg Χῆραι , Χῆρα fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”